- υψιγεννητος
- ὑψιγέννητοςὑψι-γέννητος2растущий ввысь, длинный
(ἐλάας κλάδος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐλάας κλάδος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] … Dictionary of Greek
ὑψιγέννητον — ὑψιγέννητος born on high masc/fem acc sg ὑψιγέννητος born on high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίγονος — ον, ΜΑ ὑψιγέννητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ἀρτί γονος] … Dictionary of Greek